top of page
  • Dionisis Baltzis

Ευτυχία Γιαννάκη, Στο πίσω κάθισμα (Η τριλογία της Αθήνας 1) (2016)



1

Πρόκειται για μία περίπτωση αποκαλυπτική της εκδοτικής δραστηριότητας με την επιχειρηματική έννοια του όρου. Ένας ιστορικός εκδοτικός οίκος κάνει ένα άνοιγμα στην αγορά των αστυνομικών μυθιστορημάτων, βασιζόμενος κυρίως σε μία νέα συγγραφέα χωρίς προηγούμενη παρουσία. Και το κάνει με θράσος, ξεκινάει με μία τριλογία, με 500 σελίδες το κάθε μέρος, σε πολυτελές χαρτί, με γραφιστική πρωτοτυπία στο εξώφυλλο. Τα βιβλία βγαίνουν στην έναρξη της καλοκαιρινής σεζόν, που ως γνωστόν “τα αστυνομικά τραβάνε”. 


Η φάση είναι: “Ένα βιβλίο κάθε Μάη”. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν όντως πρόκειται για πίεση που πηγάζει από τους εκδοτικούς αλλά η πρακτική είναι αυτή (βλ. πχ. και τα βιβλία του Χωμενίδη στις εκδόσεις Πατάκη). 


2

Η Γιαννάκη προσπαθεί να στήσει ένα κεντρικό χαρακτήρα (Χάρης Κόκκινος) ξεπαπικώνοντας λίγο Μαιγκρέ, λίγο Μπέκα και λίγο Χαρίτο, αλλά το αποτέλεσμα είναι τζούφιο. Ο αστυνόμος είναι σε ψυχολογική κατάπτωση, με τραυματισμένες οικογενειακές σχέσεις, χωρίς καμία εκτίμηση για τους συναδέλφους του. Η δε συμπεριφορά του βρίσκεται στα όρια της κατατονίας. 


Γίνεται μία προσπάθεια να συσταθεί ένα procedural αλλά μένει αργό και βαρετό με τους μάρτυρες να συμπεριφέρονται σαν νευρικοί γείτονες και τους μπάτσους σαν εκνευριστικοί συνάδελφοι. Η αναζήτηση του δολοφόνου μπλέκεται στις «ανακρίσεις» και τα προσωπικά «δράματα» εν τέλει δεν καθοδηγεί αυτή την πλοκή. Το πολιτικό σχόλιο παραμένει αμήχανο αλλά κυρίως ανύπαρκτο.


Επιπλέον, γίνονται απέλπιδες προσπάθειες να εκβιαστεί κάποιο συναίσθημα (ίσως εκείνο της φρίκης ή της συμπόνοιας) με σόκιν καταστάσεις . Για παράδειγμα, το γεγονός ότι κάποιος τη βρίσκει σκοτώνοντας γατάκια ή η σύλληψη του γιού του Κόκκινου για σεξουαλική παρενόχληση ενός αγοριού. 


3

Γράφτηκε από πολλούς (lifo, καθημερινή) αλλά και από ειδήμονες (πολάρ) ότι είναι πρόκειται για μια αστική τοπογραφία της Αθήνας της κρίσης. Σε απάντηση, αρκεί να πούμε ότι θα μπορούσε κάλλιστα να διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη μετά τους Ολυμπιακούς αν αντιστοιχηθεί η Αλεξάνδρας στη ΓΑΔΘ, η Πλάκα στα Λαδάδικα και η Δραπετσώνα στο Κορδελιό. Η Αθήνα είναι παντελώς απούσα – αν εξαιρέσεις την Αλεξάνδρας, την Δραπετσώνα και την Πλάκα (και πάλι ως ρητές αναφορές) – αντίθετα με τα βιβλία του Μάρκαρη.


4

Η Γιαννάκη αποδεικνύεται πολύ αδύναμη στους διαλόγους. Και ειδικότερα στους διαλόγους που παραμένουν αληθινοί στα πρόσωπα που τους εκφέρουν. Και πιο συγκεκριμένα: Δεν υπάρχει ούτε μια λέξη του δρόμου. 

Ο άστεγος μιλάει λες και είναι δικηγόρος – από άποψη σύνταξης και λεξιλογίου. 


Η ατάκα «Ευτυχώς, πάντως, που δεν μπορεί πια να δει τη μούρη του στον καθρέφτη. Αν έβλεπε τη φάτσα του σ’ αυτή την κατάσταση, μπορεί να πάθαινε έμφραγμα και να ξαναπέθαινε» (σελ. 24) κρίνεται τόσο πετυχημένη που χρειάζεται να μνημονευτεί (σελ. 28).


Πάρα πολλές αστειότητες με χαρακτηριστική την εξής (σελ. 187 – 188):

«Θέλω μόλις τον δεις να με καλέσεις αμέσως», είπε ο Χάρης βγάζοντας μια κάρτα από το πορτοφόλι του. «Θα είμαι εδώ γύρω».

«Εντάξει, κύριε Αστυνόμε… Αν και ο Διογένης δε θέλει πάρε δώσε με τους μπάτσους». Ο Χάρης τον αγριοκοίταξε. «Συγγνώμη, με τους αστυνομικούς ήθελα να πω».

«Να μην του πεις τίποτα. Μόνο να με καλέσεις», είπε απότομα ο Χάρης.

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν είμαι κανένας σπιούνος», όρθωσε το ανάστημά του ο Παναγιώταρος.

«Κάνε όπως σου είπα», τόνισε ο Χάρης κλείνοντας την πόρτα πίσω του.


και παρακάτω:

“Ο Χαρης ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την Πλάκα για τη Δραπετσώνα, όταν χτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν ο Παναγιώταρος ο οποίος μόλις είχε γίνει σπιούνος.” (σελ. 202)


Η κωμικότητα αντιστοιχεί σε ένα παιδί του δημοτικού που προσπαθεί να την πέσει σε σαραντάρα: οι μπάτσοι αντί για αστυνομικοί, ο ψιλικατζής με το όνομα Παναγιώταρος (νύξη για το φυσικό και ψυχικό εκτόπισμα του) που χρησιμοποιεί τη λέξη σπιούνος λες και είναι γριά του Κολωνακίου, το «κλείσιμο» της κουβέντας από τον Χάρη, η ειρωνεία του Χάρη λίγες σελίδες μετά.


5

Πρόκειται για μεγάλη απογοήτευση. Συνεκτιμώ στα αρνητικά και μάλιστα bigtime ότι ένα βιβλίο 450 σελίδων με γραφιστική πρωτοτυπία και χαρτί των 100 γραμμαρίων από έναν ιστορικό εκδοτικό οίκο, μπορεί να διαβαστεί σε μία (1) ημέρα. 


Δοκίμασα να διαβάσω και το δεύτερο μέρος, τις Αλκυονίδες μέρες (Ίκαρος, 2017) θέλοντας να αποδείξω ότι είχα άδικο και ήμουν προκατειλημμένος στην ανάγνωση του πρώτου μέρους της Τριλογίας, αλλά δυστυχώς η εκτίμησή μου επιβεβαιώθηκε και στο δεύτερο μέρος.


Υποθέτω ότι ο στόχος του εκδοτικού επιτεύχθηκε πάντως, αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος. Μετά την Τριλογία της Αθήνας (2016, 2017, 2018), ο Ίκαρος προχώρησε και στην έκδοση της δεύτερης τριλογίας της Γιαννάκη, της Τριλογίας του Βυθού (2020, 2021, 2022) με αντίστοιχες προδιαγραφές (βαρύ χαρτί, 500 σελίδες, ωραίο εξώφυλλο). 


6

Για αυτό το λόγο ανέφερα στην αρχή αυτού του σημειώματος τους στόχους της εκδοτικής δραστηριότητας. Ίσως απλά ο Ίκαρος αναζητούσε κάποιο τρόπο να εισέλθει στην αγορά των μυθιστορημάτων παραλίας και η ιστορία του δεν του επέτρεπε να το κάνει με ογκώδη άρλεκιν. Και αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να τον δικαιολογήσω. 


Τελευταία πρόταση: κατά τη γνώμη μου, τα μυθιστορήματα αυτά δεν αποτελούν τιμή για το είδος crime fiction, διότι αντιστοιχούν σε άλλου τύπου αναζητήσεις από την ανατομία του κοινωνικού και την καταβύθιση στα πάθη των ανθρώπων και της ιστορίας που παράγουν. Αντιστοιχούν σε εφήμερες συγκινήσεις των αναγνωστών και σε πρόσκαιρα κέρδη των εκδοτών. 


 

ΥΓ. Οι άλλες επιλογές του εκδοτικού στην ίδια περιοχή (Κρίτων Σαλπιγκτής (πιο βαρετός κι απ΄τη σκιά του), Μίνως Ευσταθιάδης (ένας Μάρλοου στο Αίγιο)) συνηγορούν σε αντίστοιχα συμπεράσματα, δυστυχώς.


Comments


© Struggles & Crimes

bottom of page